ἀπονίψῃ

ἀπονίψῃ
ἀπονίψηι , ἀπόνιψις
washing off
fem dat sg (epic)
ἀπονίζω
wash off
aor subj mid 2nd sg
ἀπονίζω
wash off
aor subj act 3rd sg
ἀπονίζω
wash off
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απόνιψη — To πλύσιμο των χεριών των καθολικών και των ορθόδοξων ιερέων πριν από τη Θεία Λειτουργία και κατά την προετοιμασία των τιμίων δώρων. Γίνεται στο ιερό του ναού, σε ειδική κόγχη που ονομάζεται χωνευτήριο. Για τους επισκόπους η α. τελείται σε άλλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”